αξιότητα

αξιότητα
αξιότητα, η και αξιότη, η
η αξιοσύνη (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επάρκεια — η 1. η ύπαρξη της αναγκαίας ποσότητας πράγματος: Επάρκεια τροφίμων. 2. ικανότητα, αξιότητα, αξιοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”